- παραπρεσβεία
- η, ΝΜΑ [παραπρεσβεύω]παράνομη και δόλια πρεσβεία, πρεσβεία που γίνεται κατά παράβαση τών εντολών τής πολιτείας και με αντεθνικούς σκοπούς («παρανόμων ἤ παραπρεσβείας... ἔμελλον αὐτοῡ κατηγορεῑν», Δημοσθ.)αρχ.φρ. «παραπρεσβείας γραφή»(αττ. δίκ.) μήνυση που μπορούσε να υποβληθεί από κάθε Αθηναίο πολίτη εναντίον πρέσβεως τής πατρίδας του, για πλημμελή διαγωγή, αμέλεια καθήκοντος, κακή διαχείριση ή ιδιοποίηση τού δημόσιου χρήματος κατά την διάρκεια τής αποστολής του.
Dictionary of Greek. 2013.